φακῆς

φακῆς
φακῆ
dish of lentils
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποφακώδης — ῶδες, Α αυτός που έχει περίπου το χρώμα τής φακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φακώδης «αυτός που έχει το χρώμα τής φακής» (< φακός «φακή»)] …   Dictionary of Greek

  • φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… …   Dictionary of Greek

  • άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρά — Λοιμώδης εξανθηματική νόσος, η οποία οφείλεται σε ιό. Προσβάλλει συνήθως παιδιά 4 12 ετών. Ο χρόνος επώασης της νόσου ποικίλλει από 12 έως 21 ημέρες· η εξέλιξή της είναι συνήθως καλοήθης, με μικρό πυρετό και καλή γενική κατάσταση. Το τυπικό… …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωμα — το (Α κονδύλωμα) όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι… …   Dictionary of Greek

  • λαγανοφακή — λαγανοφακῆ, ἡ (Α) πίτα από αλεύρι φακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγανο + φακῆ] …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ολόφακος — ὁλόφακος, ὁ (ΑΜ) ολόκληρες φακές, δηλ. άκοπες, όχι θρυμματισμένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ό) * + φακός «καρπός τής φακής»] …   Dictionary of Greek

  • παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… …   Dictionary of Greek

  • πινάκιο — το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ [πίναξ, ακος] 1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο 2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”